Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τοξόπλασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοξόπλασμα το [toksóplazma] Ο49 : (βιολ.) ονομασία πρωτοζώων που παρασιτούν σε ορισμένα ζώα.

[λόγ. < γαλλ. toxoplasme < αρχ. τόξο(ν) + πλάσμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go