Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοξοπλάσμωση η [toksoplázmosi] Ο33 : (ιατρ.) μόλυνση που προκαλείται από τοξόπλασμα.
[λόγ. < γαλλ. toxoplasmose < toxoplasm(e) = τοξόπλασμ(α) -ose = -ωσις > -ωση]



