Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τοιχοποιία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχοποιία η [tixopiía] Ο25 : 1. η κατασκευή, το χτίσιμο τοίχου. 2. το σύνολο των τοίχων σε μια οικοδομή: Ο σεισμός προκάλεσε ζημιές μόνο στην ~ του κτιρίου και όχι στο σκελετό.

[λόγ. < ελνστ. τοιχοποιΐα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go