Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τμηματικός -ή -ό [tmimatikós] Ε1 : για κτ. που γίνεται κατά τμήματα, όχι όλο μαζί: Tμηματική κατασκευή ενός έργου. Tμηματική εξόφληση ενός λογαριασμού, με δόσεις. Tμηματικές εξετάσεις, προαγωγικές εξετάσεις στις ανώτατες σχολές.
τμηματικά ΕΠIΡΡ: Ο έλεγχος του έργου θα γίνει ~. [λόγ. τμηματ- (τμήμα) -ικός]



