Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τιμωρός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμωρός ο [timorós] Ο17 θηλ. τιμωρός [timorós] Ο34 : αυτός που τιμωρεί το κακό, την αδικία: Ο νόμος θα έρθει ~ των παρανόμων. Ο Θεός παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη ~ και εκδικητής.

[λόγ. < αρχ. τιμωρός `εκδικητής΄ κατά τη σημ. του τιμωρώ· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go