Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζελ το [dzél] Ο (άκλ.) : α. κολλώδης ουσία που χρησιμοποιείται στην κομμωτική για τη σταθεροποίηση του χτενίσματος. β. κολλώδης, διαφανής αλοιφή: Tο φάρμακο κυκλοφορεί σε αλοιφή και σε ~.
[λόγ. < αγγλ. jel]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζελατίνα η [dzelatína] Ο25α : (προφ.) ζελατίνα.
[ιταλ. gelatina]



