Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζανεριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζανεριά η [dzanerjá] Ο24 : δέντρο του οποίου ο καρπός είναι το τζάνερο.

[τζάνερ(ο) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες