Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τζάκποτ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζάκποτ το [dzákpót] Ο (άκλ.) : σε παιχνίδι με κλήρωση ή επιλογή, η περίπτωση να μην υπάρχει πρώτος νικητής: ~ στο λαχείο / στο λότο.

[λόγ. < αγγλ. jackpot]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go