Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζάκποτ το [dzákpót] Ο (άκλ.) : σε παιχνίδι με κλήρωση ή επιλογή, η περίπτωση να μην υπάρχει πρώτος νικητής: ~ στο λαχείο / στο λότο.
[λόγ. < αγγλ. jackpot]



