Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεχνοκριτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεχνοκριτικός ο [texnokritikós] Ο17 θηλ. τεχνοκριτικός [texnokritikós] Ο34 : τεχνοκρίτης.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. τεχνοκριτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεχνοκριτικός -ή -ό [texnokritikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κριτική έργων τέχνης: Tεχνοκριτική μελέτη. Tεχνοκριτικά σημειώματα. || (ως ουσ.) ο τεχνοκριτικός*.

[λόγ. τεχνο- + κριτικός μτφρδ. γαλλ. critique d΄art]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go