Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τετραπλός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετραπλός -ή -ό [tetraplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1α. που αποτελείται από τέσσερα όμοια, απλά μέρη: Tετραπλό σκοινί. || τετράδιπλος. β. που γίνεται τέσσερις φορές διαδοχικά: Tετραπλή σύγκρουση αυτοκινήτων. γ. που παρουσιάζεται με τέσσερις μορφές. 2. που είναι τέσσερις φορές μεγα λύτερος ή περισσότερος σε σχέση με κτ. που λαμβάνεται ως μέτρο· τετρα πλάσιος. τετραπλά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. τετραπλ(οῦς) μεταπλ. -ός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go