Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τετραπληγία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετραπληγία η [tetraplijía] Ο25 : (ιατρ.) παράλυση και των δύο ημιμορίων του σώματος.

[λόγ. < γαλλ. tétraplégie < tétra- = τετρα- + -plégie < αρχ. πληγ(ή) -ie = -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go