Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τερψιλαρύγγια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τερψιλαρύγγια τα [terpsilaríngia] Ο40 : (λόγ., ειρ.) λιχουδιές.

[λόγ. < αρχ. τερψι- (τέρψις) + λαρυγγ- (δες λάρυγγας) -ια, πληθ. του -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες