Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τερψιλαρύγγια τα [terpsilaríngia] Ο40 : (λόγ., ειρ.) λιχουδιές.
[λόγ. < αρχ. τερψι- (τέρψις) + λαρυγγ- (δες λάρυγγας) -ια, πληθ. του -ιον]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. τερψι- (τέρψις) + λαρυγγ- (δες λάρυγγας) -ια, πληθ. του -ιον]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |