Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τερεβινθέλαιο το [terevinθéleo] Ο40 : (επιστ.) νέφτι.
[λόγ. < αρχ. τερέβινθ(ος) `είδος φιστικιάς΄ + -έλαιον απόδ. γαλλ. essence de térébinthine < λατ. terebinthina < αρχ. τερέβινθος]



