Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τενόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τενόρος ο [tenóros] Ο18 : I. (μουσ.) αοιδός του λυρικού θεάτρου που έχει την υψηλότερη, την οξύτερη φωνή στη μουσική έκταση· (πρβ. υψίφωνος). ANT μπάσος: Tενόροι και σοπράνο. II. ηχητικό όργανο, είδος σύνθετου κλάξον, που χρησιμοποιούν στα βαριά συνήθ. οχήματα και που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα.

[ιταλ. tenor(e) -ος (στη σημ. Ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες