Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τενόρο [tenóro] Ε (άκλ.) : (μουσ.) χαρακτηρισμός μουσικού οργάνου που ο ήχος του πλησιάζει τη φωνή του τενόρου: ~ σαξόφωνο.
[ιταλ. tenor(e) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τενόρος ο [tenóros] Ο18 : I. (μουσ.) αοιδός του λυρικού θεάτρου που έχει την υψηλότερη, την οξύτερη φωνή στη μουσική έκταση· (πρβ. υψίφωνος). ANT μπάσος: Tενόροι και σοπράνο. II. ηχητικό όργανο, είδος σύνθετου κλάξον, που χρησιμοποιούν στα βαριά συνήθ. οχήματα και που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα.
[ιταλ. tenor(e) -ος (στη σημ. Ι)]



