Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τελεσφόρος -ος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελεσφόρος -ος / -α -ο [telesfóros] Ε14 : που τελεσφορεί· αποτελεσματικός. ANT ατελέσφορος: Tελεσφόρες ενέργειες / προσπάθειες. Tελεσφόρο μέσο.

[λόγ. < αρχ. τελεσφόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go