Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τελειώνομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τελειώνομαι [teliónome] Ρ1β : (για πρόσ.) τελειοποιούμαι ηθικά.

[λόγ. < αρχ. τελει(οῦμαι) (μέσο του τελειῶ, δες στο τελειώνω) -ώνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go