Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεκτονισμός ο [tektonizmós] Ο17 : παγκόσμια μυστική οργάνωση, με σκοπούς ηθικοκοινωνικούς, τα μέλη της οποίας αλληλοϋποστηρίζονται και διακρίνονται μεταξύ τους με διάφορα σύμβολα και σημεία.
[λόγ. τεκτον- (δες τέκτονας) -ισμός απόδ. ιταλ. massoneria < γαλλ. maçonnerie < αγγλ. masonry]



