Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεκμηριωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεκμηριωμένος -η -ο [tekmirioménos] Ε3 μππ. του τεκμηριώνω : (για άποψη, γνώμη) που στηρίζεται σε τεκμήρια: Επιστημονικά τεκμηριωμένο βιβλίο. τεκμηριωμένα ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~.

[λόγ. μππ. του τεκμηριώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go