Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τειχίο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τειχίο το [tixío] Ο39 : (οικοδ.) τοίχος από μπετόν για την ενίσχυση της στατικής αντοχής ενός κτιρίου· τοιχίο.

[λόγ. < αρχ. τειχίον `τοίχος κτιρίου΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go