Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τεζαριστός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεζαριστός -ή -ό [tezaristós] Ε1 : που είναι τεζαρισμένος, πολύ τεντωμένος: Tο δέρμα της είναι αρυτίδωτο, τεζαριστό τεζαριστό. τεζαριστά ΕΠIΡΡ.

[τεζαρισ- (τεζάρω) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go