Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταχυδρόμηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταχυδρόμηση η [taxiδrómisi] Ο33 : η ενέργεια του ταχυδρομώ, η αποστο λή με το ταχυδρομείο: H ~ της αλληλογραφίας.

[λόγ. ταχυδρομη- (ταχυδρομώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go