Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταχογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταχογράφος ο [taxoγráfos] Ο18 : όργανο που δείχνει τις ταχύτητες που ανέπτυξε ένα όχημα σε κάθε στιγμή μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

[λόγ. < αγγλ. tachograph < αρχ. ταχ(ύς) -ο- + -graph = -γράφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go