Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταφικός -ή -ό [tafikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την ταφή: Tαφικά έθιμα. 2. που ανήκει σε τάφο ή που αποτελείται από τάφους: Tαφικά ευρήματα. Tαφικό συγκρότημα.
[λόγ. ταφ(ή) -ικός (πρβ. ελνστ. τό ταφικόν `χρήματα για την κηδεία΄)]



