Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ταρσανάς ο [tarsanás] & αρσανάς ο [arsanás] Ο1 : (λαϊκότρ.) μικρό ναυπηγείο και με επέκταση μικρός ναύσταθμος.
[τουρκ. tersan(e) (< αραβ. dār as-sinā῾a) -άς κατά το αρσανάς· μσν. αρσανάς < παλ. ιταλ. arsana -ς]



