Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταπεινότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταπεινότητα η [tapinótita] Ο28 : η ιδιότητα του ταπεινού· ταπεινοφροσύ νη. || η ταπεινότητά μου, τυπική έκφραση που χρησιμοποιούσε αυτός που ήθελε να δηλώσει τη μηδαμινότητά του και να εξάρει την ανωτερότητα του προσώπου στο οποίο απευθυνόταν.

[λόγ. < αρχ. ταπεινότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go