Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τανιέμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τανιέμαι [tanéme] Ρ10.1β : (λαϊκότρ.) τανύζομαι: Tανιέται για να ξεμουδιάσει.

[ταν(ύομαι δες τανύζω) μεταπλ. -ιέμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go