Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ταμπονάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταμπονάρω [tabonáro & tambonáro] Ρ6α : με τη βοήθεια ταμπόν ή γάζας και με διαδοχικές κατακόρυφες κινήσεις προσπαθώ να σταματήσω την αιμορραγία από μια πληγή ή να την καθαρίσω: Mην τρίβεις την πλη γή· ταμπονάρισέ την.

[ταμπόν -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go