Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταβέρνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταβέρνα η [tavérna] Ο25 : α. κέντρο διασκεδάσεως, με ελληνική μουσική, που προσφέρει φαγητά και ποτά και λειτουργεί συνήθ. μόνο το βρά δυ. || Kοσμική ~. β. λαϊκό εστιατόριο όπου πουλούν και κρασί χύμα, παλαιότερα δικής τους παραγωγής· οινομαγειρείο: Kάθε βράδυ πίνει το κρασί του στη λαϊκή ~ του λιμανιού. ταβερνάκι το YΠΟKΟΡ. ταβερνούλα η YΠΟKΟΡ. ταβερνίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. ταβέρνα < λατ. taberna· ταβέρν(α) -ούλα, -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες