Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τέλεξ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τέλεξ το [téleks] Ο (άκλ.) : 1. σύστημα επικοινωνίας με τηλέτυπα: Yπηρεσία ~ του ΟTΕ. Συνδρομητής ~. 2α. τηλέτυπο: ~ δούλευαν όλη τη νύχτα. β. το τυπωμένο χαρτί με το μήνυμα που βγαίνει από το τηλέτυπο: Παίρ νω / στέλνω ~.

[λόγ. < αγγλ. telex]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go