Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σώγαμπρος ο [sóγambros] Ο20 : γαμπρός, σύζυγος της κόρης που ζει με τα πεθερικά, συνήθ. μειωτικά για κπ. που θεωρούμε ότι εξαρτάται οικονομικά από τα πεθερικά του και ότι δεν είναι ικανός να φτιάξει δικό του νοικοκυριό: Tον πήρε / τον έβαλε σώγαμπρο. Mπήκε / είναι ~.
[σω- + γαμπρός]



