Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύρσιμο το [sírsimo] Ο50 : η ενέργεια του σέρνω: Tο ~ του τραπεζιού / των ποδιών, μετακίνηση στο δάπεδο ή στο έδαφος, που γίνεται συρτά. Tο ~ της φωνής, η παρατεταμένη άρθρωση των φθόγγων.
[σύρ(ω) -σιμο]



