Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύντηξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύντηξη η [síndiksi] Ο33 : α.(επιστ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντήκω. β. (φυσ.) η ένωση δύο ή περισσότερων ελαφρών πυρήνων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ατόμων με βαρύτερους πυρήνες και την έκλυση ενέργειας.

[λόγ.: α: αρχ. σύντηξις `υγροποίηση΄· β: σημδ. γαλλ. & αγγλ. fusion]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go