Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύναψη η [sínapsi] Ο33 : 1.η σύνδεση και το σημείο της συνένωσης ή της επαφής δύο ομοειδών στοιχείων: Nευρικές συνάψεις. 2. η ενέργεια του συνάπτω1: ~ γάμου / συμφωνίας / ειρήνης / μάχης.
[λόγ. < αρχ. σύναψις `σημείο ένωσης΄, ελνστ. σημ.: `επαφή (σεξουαλική)΄ (-σις > -ση)]



