Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύλληπτρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύλληπτρα τα [síliptra] Ο40 : αμοιβή για τη σύλληψη φυγόδικου ή ζώου.

[λόγ. συλληπ- (σύλληψις) -τρα πληθ. του -τρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go