Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σύληση η [sílisi] Ο33 : η ενέργεια του συλώ. 1. κλοπή πολύτιμων αντικειμένων που θεωρούνται ιερά ή σεβαστά: H ~ ενός (αρχαίου) τάφου από αρχαιοκαπήλους / από ιερόσυλους. H ~ νεκρού είναι ποινικό αδίκημα. 2. (μτφ.) λεηλασία3.
[λόγ. < αρχ. σύλη(σις) -ση]



