Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύγκορμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύγκορμος -η -ο [síŋgormos] Ε5 : που αφορά όλο το σώμα, που εκτείνεται σε ολόκληρο το σώμα: Tρέμω / ανατριχιάζω ~. σύγκορμα ΕΠIΡΡ.

[συγ- (δες συν-) κορμ(ί) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go