Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σύγαμπρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύγαμπρος ο [síγambros] & σύγαμβρος ο [síγamvros] Ο20 : ο καθένας από τους συζύγους που οι γυναίκες τους είναι αδελφές· μπατζανάκης.

[ελνστ. σύγγαμβρος (προφ. [mb] ) με τροπή [g > γ] κατά το γαμπρός· -μβρ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go