Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σόουμαν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σόουμαν ο [sóuman] θηλ. σοουγούμαν [sóuγúman] Ο (άκλ.) : παρουσιαστής σόου.

[λόγ. < αγγλ. showman· λόγ. < αγγλ. show woman]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες