Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωληνωτός -ή -ό [solinotós] Ε1 : 1.που είναι εφοδιασμένος με σωλήνες ή που αποτελείται κυρίως από σωλήνες, σε κατάλληλη διάταξη: ~ λέβητας. 2. που μοιάζει με σωλήνα· σωληνοειδής: Διάνοιξη σωληνωτού φρέατος.
[λόγ. σωληνω- (δες σωληνώνω) -τός (πρβ. μσν. σωληνωτός για είδος ρούχων)]



