Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σχολάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχολάζω [sxolázo] Ρ2.1α : (λόγ.) για κτ. που αργεί.

[λόγ. < αρχ. σχολάζω `έχω άνεση χρόνου, παύω να κάνω κτ.΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχολάζων -ουσα -ον [sxolázon] Ε12 : α.(νομ.) σχολάζουσα κληρονομία, χαρακτηρισμός κληρονομιάς για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει οριστεί με βεβαιότητα ο κληρονόμος. β. ~ επίσκοπος, αυτός που για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του.

[λόγ.: β: μσν. σχολάζων μεε. του αρχ. ρ. σχολάζω `παύω να κάνω κτ.΄, ελνστ. σημ.: `(για χώρο) είμαι κενός΄· α: σημδ. γαλλ. vacant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go