Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σχεδιαστήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιαστήριο το [sxeδiastírio] Ο40 : 1.το ειδικό τραπέζι, με τον κατάλληλο εξοπλισμό, που χρησιμοποιείται για σχεδίαση. 2. χώρος κατάλληλα εξοπλισμένος για σχεδίαση.

[λόγ. σχεδιασ(τής) -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go