Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφύξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφύξη η [sfíksi] Ο31 : καθένας από τους ρυθμικούς χτύπους του σφυγμού, ο σφυγμός: Mετρώ τις σφύξεις του ασθενή. Έχει εξήντα σφύξεις το λεπτό.

[λόγ. < αρχ. σφύξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go