Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφυγμόμετρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφυγμόμετρο το [sfiγmómetro] Ο40 : όργανο για τη μέτρηση της συχνότητας των σφυγμών.

[λόγ. < γαλλ. sphygmomètre < αρχ. σφυγμό(ς) + -mètre = -μετρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go