Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφοντύλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφοντύλι το [sfondíli] Ο44 : στρογγυλό και βαρύ σώμα που το στερεώνουν στη βάση του αδραχτιού, για να διευκολύνει την κανονική περιστροφή του νήματος. ΦΡ μου έρχεται ο ουρανός ~ / βλέπω τον ουρανό ~, ζαλίζομαι από απότομο χτύπημα ή ταράζομαι πολύ από κάποιο απρόοπτο και δυσάρεστο γεγονός.

[μσν. σφοντύλιν (στη νέα σημ.) < ελνστ. σφονδύλιον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. σφόνδυλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go