Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφενδάμι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφενδάμι το [sfenδámi] & σφεντάμι το [sfendámi] Ο44 : δέντρο που αναπτύσσεται σε δάση, που έχει φύλλα όμοια με του πλατάνου και που το ξύλο του χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.

[-ντ-: μσν. σφεντάμι < *σφεντάμνιον (με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > m] ) υποκορ. του αρχ. σφένδαμνος ἡ (προφ. [nd] )· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go