Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφαιροειδής -ής -ές [sferoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα περίπου σφαιρικό. || (ως ουσ., γεωμ.) το σφαιροειδές, στερεό που έχει το παραπάνω σχήμα.
[λόγ.< αρχ. σφαιροειδής]



