Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συχώριο το [sixórjo] Ο39 : (οικ.) συγχώρηση, κυρίως άφεση αμαρτιών. ΦΡ μπουκιά* και ~.
[μσν. συγχώριον < συγχωρ(ώ) -ιον (αποβ. του [ŋ] πριν από [x] )]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[μσν. συγχώριον < συγχωρ(ώ) -ιον (αποβ. του [ŋ] πριν από [x] )]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |