Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συστολικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συστολικός -ή -ό [sistolikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυσιολογική συστολή1. ANT διαστολικός: Συστολική πίεση, η μέγιστη αρτηριακή πίεση, το μάξιμουμ. Συστολικό φύσημα, που ακούγεται κατά τη συστολή της καρδιάς.

[λόγ. < γαλλ. systolique < ελνστ. συστολ(ή) (δες συστολή1) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go