Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συστολικός -ή -ό [sistolikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυσιολογική συστολή
11β. ANT διαστολικός: Συστολική πίεση, η μέγιστη αρτηριακή πίεση, το μάξιμουμ. Συστολικό φύσημα, που ακούγεται κατά τη συστολή της καρδιάς. [λόγ. < γαλλ. systolique < ελνστ. συστολ(ή) (δες συστολή
11β) -ique = -ικός]



