Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συστολέας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συστολέας ο [sistoléas] Ο21 : (τεχν.) όργανο ή σκοινί με το οποίο συστέλλουν κτ.

[λόγ. συστολ(ή) 1 -εύς > -έας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go